- αμφιπρόσωπος
- ἀμφιπρόσωπος, -ον (Α)(συνήθως για τον Ιανό και την Εκάτη) αυτός που έχει δύο όψεις, δύο πρόσωπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + πρόσωπον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιπρόσωπος — double faced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιπρόσωπον — ἀμφιπρόσωπος double faced masc/fem acc sg ἀμφιπρόσωπος double faced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιπροσώποις — ἀμφιπρόσωπος double faced masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιπρόσωπα — ἀμφιπρόσωπος double faced neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
περιπρόσωπος — ον, Α αυτός που έχει δύο όψεις, δύο πρόσωπα, αμφιπρόσωπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρόσωπον] … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek